- εἰδότως
- εἰδότως, Adv. of εἰδώς,A knowingly, Aeschin.1.111; as one who knows, scientifically, Arist.Ph.188a5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰδότως — knowingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδότως — (AM εἰδότως) επίρρ. με τέλεια γνώση, επιστημονικά … Dictionary of Greek
παρακολουθητικός — ή, όν, Α [παρακολουθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακολούθηση ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για παρακολούθηση, δηλ. για κατανόηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρακολουθητική η επαφή ενός ρήτορα με το ακροατήριό του. επίρρ...… … Dictionary of Greek